Μια μερα της ζωης μου             21 / 6 / 77 
 

Μια σιωπηλη ταραχη, 
νηνεμια πολεμικη 
και λεκιασμενα μπαλωματα 
καταντησε ο Γολγοθας μας. 
Ξεδιπλωμενη μεζουρα του πλατους μας, 
αδυνατο να κατασταλαξεις, 
δυσκολο να ψαχτεις, εξω απο σενα, 
ακατορθωτο το ξαναγυρισμα 
και τ΄αναποδο μετρημα. 
Οχι, δεν ειναι αυτο που αγκομαχα, 
δε φωναζω για βοηθεια και επανοδο, 
δεν μιλω, για τελος 
Το αντρο του κακου, 
ο αριθμος της κραυγης, 
ο σιωπηλος εσωτερικος μου δαιμονας 
κροταλιζει τα δοντια σαρκαστικα. 
Ερωτηματικα ξεκαρφωτα, 
αναμνησες εξεδιαλυτες, 
και συναισθημα, συναισθημα μπολικο, 
χυμενο αναμεσα στα αδεια ματια μου, 
ξεχυλιζοντας το στομα, 
τυλιγοντας τις σαρκες, 
γεμιζει το δρομο 
Συναισθημα. 

Τ΄αχορταγο, παμφαγο θηριο, 
ο κατακερματιστης της εξοδου, 
φρουρος, πονηρα πασαρισμενης αυταπατης. 

Ξαφνικα, ξεσπα η καταιγιδα. 
Πουλια, με γυαλινα μακρια ραμφη, 
χανουν το δρομο τους και βουλιαζουν μες τις κοχες των ματιων μου. 
Αγριμια με χαρτινα νυχια και δοντια γλυστρουν μεσα μου, 
χανω την ισορροπια μου, ξεχνιεμαι, κυλιεμαι, αδραχνομαι απο χαρτονενιες πολυκατοικιες,  ενω διπλα μου, ανθρωποι απο πλαστικο και ξυλο, σπαρταρουν στα πεζοδρομια. 
Αναλαμπες απο μωβ φωσφορισμους,ανεβαινουν απο παντου. Ορμανε απο σαπισμενα μεγαρα, βγαινουν απο σιδερενιες τρωγλες, βουιζουν διπλα απο τους πλαστικους ανθρωπους, τρυπωνουν σε καπνισμενες αποθηκες, παρασυρουν τα αναιμικα παραπηγματα, διπλα στον κοκκινο ποταμο, αναποδογυριζουν καροτσια απο συνθετικες ινες, μηχανες ξυλινες και φαρμακεια, γεμιζοντας την πολη μας, με πρασινα, κιτρινα, μενεξεδι, μπλε και μαυρα υγρα. 
Νοιωθω τις κλειδωσεις μετεωρες, τα χερια λυωμενα, το προσωπο στο χωμα, το μυαλο νεκρο. 
Βουη εξωκοσμικη, τρανταζει τους πλινθινους δρομους ενω τσιγκινα συμπλεγματα, τσιμεντενιοι ποθοι, αρχιζουν να αναδυονται απο τους μελανομενους υπονομους. 
Ποθοι, παθη, ερωτες, αναγκες στροβιλιζονται στα λιμνιασμενα κοκαλωμενα φρεατια. Μια αζωη ακινησια πεφτει παντου. 
Βαλσαμωμενο ξεχειλισμα υπαρξης, κρεουργημενες εικονες συμφορας, διεστραμενες φαντασιες κρεμονται πανω, απ΄την πολη της στασης. 
Τα μελη μου, εχουν αποκολληθει και βρισκομαι να τα γυρευω, μες΄στον σκουπιδοτοπο της ουσιας. 
Ψαχνω κατω απο μουτζουρωμενα κερινα κουφαρια, μεσα σε ξεραμενες φωτιες, σ΄αναστατωμενα πανδοχεια, χωματενιες τραπεζες, πορνεια, εκκλησιες, σπηλιες, σχολεια, μπαρ και φυλακες και συλλεγω τα χρωματισμενα μου κομματια. 
Γεμιζω μια παλια κονσερβα,με το σωμα μου και αφηνομαι σ΄ενα πλαστικο σωμα, να ξεκουραστω. Οσο πιανουν τα καμμενα μου ματια, ακινησια και εκμηδενισμος. 
Ξαπλωμενος ανασκελα στο πεσμενο πλαστικο κελυφος, αφηνω το μυαλο μου, να θυμηθει την ερημια. 
Ζωηρο κοκκινο, κιτρινιασμενο λευκο, σκεπτομαι, κυττωντας μ΄απαθεια, τα ξεσκισμενα οικιματα, τις πλαστικες φιγουρες,
τα κοιμισμενα ερωτικα σχηματα. 

Εκμηδενιση, αφανισμος, χρεωκοπια ...... 
Μα οχι, ανασυνθεση, σχηματισμος των κερινων σχηματων.
Φιγουρες ξεδιπλωνονται, κινουνται, σπρωχνονται. 

Βλεπω τα ξυλινα συστηματα, να ζωντανευουν. Τα διαλυμενα πλαστικα ερπετα αγκομαχουν. Ανασυσταση. Οχι, οχι φωναζω, με οση δυναμη εχω και αρχιζω να χτυπω με οτι βρισκω προχειρο, τα ξαναζωντανεμενα καβουκια. Αρχιζω να κλωτσαω, να δαγκωνω, να γρατζουνιζω, να ματωνω, με ενα μουντο πρασινο αιμα. 
Χωνομαι ως τα γονατα στο καπνισμενο αυτο υγρο,
που βγαινει απο μεσα μου. 

Συνεχιζω ομως να χτυπω παρανοικα, συγχισμενος, τρελος, αποβλακωμενος. 
Ερημιτης. 
Mα ολα γυρω μου, εχουν ζωντανεψει ... 
Η θολουρα και ο καπνος, μεταβληθηκανε σ΄ενα ωχρο κιτρινωπο φως. Σκιες και φαντασματα, ξεσκισμενες ματωμενες δυναμεις, κινουνται αργα κατα πανω μου. Κυτταζω γυρω μου. Ολα ερχονται εναντιον μου. 
Χτυπω, οτι κουνιεται διπλα μου. 
Αδυνατο, τιποτα δεν κανω. Ολα βαδιζουν αργα, αδυσωπητα ανηλεα. 
Μονος, μονος σκευτομαι. 
Ειμαι μονος. 
Αρχιζω να τρεχω, πισωπατω κουβαλωντας το κονσερβαρισμενο μου σωμα. 
Τρεχω, πηδω πανω απο μαντρες λαστιχενιες, απο καραβια υδραργυρου, απο κεφαλια καρφωμενα σε παλουκια, περνω μεσα απο στοματα μισανοιχτα, ξεχωριζω πιο μπρος το κενο και ολο τρεχω. 
Τρεχω, φευγω, κυνηγημενος απο πτωματα, οχιες φανταστικες, συμβαντα πλασματικα. 
Φευγω, καθως πισω μου, ουρλιασματα κραυγες και καταρες ακουγονται. 
Γυριζω για λιγο πισω και βλεπω τις ξαναζωντανεμενες μηχανες, ν΄αρπαζονται μεταξυ τους, να χτυπιουνται και να κυλιουνται στο παχνινο χωμα, ενω οι χρωματισμενες ομιχλες αρχιζουν να κινιουνται πανω μας και να τα τυλιγουν ολα, στο σαβανο τους. 

Και΄γω να τρεχω, να τρεχω να ξεφυγω .............. 
                        Μονος, μονος   ........... 

                             Μονος 

*
επομενο
*