12 / 5 /78

Ασύμετρη αναβίωση

Θα ανατρέξω στις παλιές εικόνες
όταν παράβλεπα το μικρό κλαρί
όταν ξεμοναχιασμένος, στην πίσω πλευρά
                                  αδρανούσα
όταν νυχοπατόντας
ξέφευγα απ΄τα κοιμισμένα φαντάσματα
                                  του πύργου μας.
Οταν ο σύντροφος νανούριζε τους φόβους του,
                   σε χορδές απο ίσκιους.
Οταν το στριμμένο κορίτσι,
                   στρίμωχνε το στόμα του
στα σκέλια του σπυριάρικου αγοριού.
Θα θυμηθώ τις παλιές μας ιστορίες
όταν οι μάγισσες, με τα σκισμένα πανοφώρια
χυμούσανε στους ηλεκτρονικούς ρυθμούς μας
όταν οι χάρτινες σκέψεις ανοίγανε αυλάκια μ΄αίμα
όταν οι ηθοποιοί της φαντασίωσης
         αποχωρούσαν διακριτικά το ξημέρωμα
όταν ο σύντροφος μουρμούριζε αφορισμούς
         παίζοντας το κομποσκοίνι
τότε που η πανσέληνος έβγαλε δόντια
και δάγκωσε τις ριγωτές σελίδες μου
που το τέρας του κόμματος
έσκιζε τις φλέβες μου
          τραβόντας έξω
          τις ανάσες μου
που η εξορία της Αφής
          κυκλώθηκε απ΄την πόλη
που τα κλειδιά και σύμβολα
          χάσσανε το δρόμο
και ήρθανε και σφηνώθηκαν
          μέσα στις κλειδώσεις μας
          χύνοντας έξω
τσαλακωμένες φυλλάδες
κρύες προκυρήξεις
συνθήματα στους τοίχους
φώτα και χρωματιστές μπογιές
ασημόσκονη για τους επιληπτικούς
κουκλοθέατρα
          ταβέρνες
                ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
όταν τα λεωφορεία κατακλύζανε τις πόλεις
και μας μιλούσαν για αποκεντροτισμό
όταν τα δάχτυλα
          ραντίζανε τον αέρα
μ΄αφρούς και σχήματα

Σύντροφε, κρύφτηκες πίσω απο τον εαυτό σου
          σκάλισες στάχτες
          και έγινες φωτιά.
Μα θα μιλήσω κι΄άλλο για τις εικόνες
Οταν έφυγες, μου χάρισες το κουτί με τα θαύματα.
Οταν τ΄άνοιξα
          - Πανσέληνος με δόντια -
            έπειτα απο πολύ καιρό -
ο πάτος του ήτανε κέρινος
- φαγώθηκες απ΄τα σκουλίκια ;-
το μεγαθήριο με το παπιόν και τη ζώνη της αγνότητας
το τσάμπιον με το σομπρέρο,
ο υψίφωνος με το γυάλινο μάτι
- η περίφημη σκάλα που χτίστηκε
με τους καπνούς του γυμνού δωματίου
             πού τάχα να οδηγεί; -
το γυάλινο κουτί
το ξύλινο κουτί
το κέρινο ομοίωμα του εαυτού σου
                         στον πάτο
τα κλειδιά,
        τα σύμβολα
                οι ερωτήσεις σου
                οι μετάνειες,
                          οι φόβοι σου,

η στόφα απο παλιά υλικά
που ζάρωσες το σκαρί σου,
όταν πιά οι λέξεις χάνονται,
όταν το ξεκούρδιστο στόμα,
                 τούνελ χάσκει,
όταν ο κήπος των θαυμάτων
                 υπόγειο,
όταν το κέρας της Αμάλθειας
                    κουδουνίστρα,
με ζώνουνε πλοκάμια τα χέρια απο σκέψεις.


Β.
Το κοπάδι απο σακαράκες στεματάει
Φώτα
     φωνές
           φόνοι
                 φτερά.
Συναντήσεις
            συζεύξεις
                      συμμαχίες
συνώνυμα, συνώνυμα, συνώνυμα.


Ο ήλιος δαχτυλίδι,
πόρτα φυγής
η ανάγκη Νταχάου,
τανάλια πνιγμού.
Δέ μιλάνε πιά οι πέτρες.
Οι διανοούμενοι - SIC -
Παραλογίσου σε επίπεδα λογικής.
Τα σλόγκαν, τα μηνύματα,
τα νέα υπερσαπούνια
με τον αντικαρκινικό αφρό,
η Τέχνη,
        η στρατευμένη Τέχνη,
                            η διωγμένη τέχνη
η ( ΑΝΤΙ - ΤΕΧΝΗ )

ο δογματισμός του ύψους,
οι σαπουνόφουσκες
ο παθιασμένος νεοσός,
η παρθένα γεροντοκόρη,
το παθητικό κοριτσόπουλο,
το καραβάνι.

Γ.
Και ύστερα που λές ηρθε ο θάνατος ...
Σκουριασμένα ποτιστήρια
σιδερωμένος φράχτης,
ΠΩΛΕΙΤΑΙ η επιγραφή.
Χαντάκι,
Αποσμητικά Β΄κατηγορίας.
Αράχνες με μεταξωτά σακκάκια
μπουσουλάνε στις μάντρες
και ακρίδες και μαντρόσκυλα που κλαίνε
και πλασματικα κόκκινα γαρύφαλλα
                                 μισοκαμμένα,
για οικιακή χρήση,
για χρηματιστηριακή τοποθέτηση,
για λίπασμα
για αναμμένα κηροπήγια,
                       στην αρχή των ονείρων,
για μόρφωση ηθικοπλαστική,
                       ευηπόληπτη, ταξινομημένη,
για αναγνώριση, αναγνώριση, υποταγή.
Το HOMO ECONOMICUS
έβγαλε κέρατα και τ΄άκρυψε
                        με ημίψηλο.
Τ΄αυτιά του μεγαλώσανε σά του Μίδα.
Σύγχρονα άγχη,
(ψυχαναλυτικά εξεταζόμενα τα αποτελέσματα
της σύγχρονης τεχνικοοικονομικής βαθμίδας
προβάλλουν στην οθόνη την εικόνα της προβοκάτσιας,
απέναντι στη φύση ).
Και τώρα που ζώ δυναμικά, την εξίσωση της ζωής μου
και τώρα που ανακάλυψα
τη μέθη και τον σαρκασμό και την ύπνωση,
για να ξύπναγα αργότερα
και τη μούχλα στους λοβούς του εγκεφάλου
και τα διαφημιστικά προγράμματα
και το καραβάνι που σταμάτησε
και τις λέξεις που έτρεχα να σηκώσω
και το HARLEM του ΄40
και τους GUM
και τις σφηκοφωλιές της Τέχνης
και την αποστασία του Βορρά
και τα σκάνδαλα του WHITE HOUSE
και της Λ. Αμερικής, της Αφρικής, της Ασίας,
τις δίκες των παραβάν,
τις υποθέσεις με τα καπέλλα,
τις Ιταλίες, τις Ελλάδες, τις Γερμανίες,
τα΄63, τα΄67, τα΄68, τα΄70, τα΄73,
τα δεκάρικα των χρόνων στην τράπεζα της ιστορίας
τους τόκους της, τα γραμμάτια και τις πιστώσεις της,
τώρα που η παλλιριακή ροή φούσκωσε στο κεφάλι μου,
έλυωσα μεσα στο θερμοκήπιο, ενώ το χαλάζι έξω έπεφτε,
τώρα που τσάκισα τα χέρια μου, που έσπασα τα νύχια μου,
σε τρελλό μεταλλείο,
τώρα που νίκησα το θάνατο,

τώρα δέν μ΄ενδιαφέρει πιά τίποτα .......



*
επομενο
*